Ίσως ο καιρός στη χώρα μας να μην το μαρτυρά, αλλά η αρχή της άνοιξης είναι γεγονός για το βόρειο ημισφαίριο, όπου ανήκει και η Ελλάδα, καθώς η εαρινή ισημερία, που πραγματοποιήθηκε το βράδυ, σηματοδότησε την έναρξη της νέας εποχής. Η αλλαγή των εποχών καθορίζεται από τη θέση της Γης σε σχέση με τον Ήλιο. Η πρώτη μέρα της άνοιξης ποικίλει ανάμεσα στις 19 (πιο σπάνια), στις 20 και στις 21 Μαρτίου, ανάλογα με το έτος. Φέτος, στο βόρειο ημισφαίριο, η εαρινή ισημερία έλαβε χώρα στις 23.21 ώρα Γκρίνουιτς το βράδυ της Κυριακής, δηλαδή στη 1:21 ώρα Ελλάδος, χαράματα Δευτέρας.
Οι ισημερίες (εαρινή και φθινοπωρινή), καθορίζουν την έναρξη της άνοιξης και του φθινοπώρου, ενώ τα ηλιοστάσια (θερινό και χειμερινό) προσδιορίζουν την έναρξη του καλοκαιριού και του χειμώνα αντίστοιχα. Και στις τέσσερις περιπτώσεις πρόκειται για συγκεκριμένα σημεία στον χώρο και τον χρόνο, που εξαρτώνται από την θέση του πλανήτη μας κατά την ετήσια περιφορά του γύρω από τον ήλιο μας.
Στις ισημερίες -όπως φανερώνει και η ίδια η λέξη- η μέρα και η νύχτα έχουν περίπου την ίδια διάρκεια (και όχι ακριβώς την ίδια, όπως νομίζει ο περισσότερος κόσμος), ενώ στον Ισημερινό το μεσημέρι ο ήλιος βρίσκεται κατακόρυφα ακριβώς από πάνω του. Τη στιγμή ακριβώς που το κέντρο του ήλιου περνάει πάνω από τον Ισημερινό (ο επίσημος ορισμός της ισημερίας), η μέρα θα είναι οριακά μεγαλύτερη από τη νύχτα οπουδήποτε στον κόσμο. Αν ο ήλιος δεν ήταν παρά ένα φωτεινό σημείο στον ουρανό και η Γη δεν είχε ατμόσφαιρα (η οποία καμπυλώνει ελαφρά τις ηλιακές ακτίνες), τότε μόνο, κατά τη στιγμή της ισημερίας, η μέρα και η νύχτα θα ήσαν ακριβώς ίσες (12 ώρες η κάθε μια).
Η Γη κάνει μια πλήρη περιστροφή μέσα 24 ώρες περίπου γύρω από τον άξονά της, ο οποίος έχει κλίση 23,5 μοιρών. Αυτή η κλίση, σε συνδυασμό με την ελλειπτική ετήσια τροχιά της Γης γύρω από τον ήλιο σε διάστημα περίπου 365,24 ημερών, δημιουργεί την εναλλαγή των τεσσάρων εποχών.
Η μέρα, που έχει φτάσει στην μικρότερη διάρκειά της στο χειμερινό ηλιοστάσιο, αρχίζει μετά να μεγαλώνει σιγά-σιγά (μερικά δευτερόλεπτα στην αρχή) και σταδιακά με αυξανόμενο ρυθμό μέχρι την εαρινή ισημερία (οπότε η επόμενη μέρα είναι αρκετά λεπτά μεγαλύτερη από την προηγούμενη). Μετά την εαρινή ισημερία -οπότε μέρα και νύχτα έχουν «ισοπαλία»- η μέρα συνεχίζει να μεγαλώνει, αλλά με επιβραδυνόμενο πια ρυθμό, ώσπου στο θερινό ηλιοστάσιο η διάρκεια της μέρας φτάνει στο μέγιστο σημείο της και, από τότε, αρχίζει σιγά-σιγά να μικραίνει.
Κατά την εαρινή ισημερία, αρχίζει μια εξάμηνη περίοδος συνεχόμενης μέρας στο Βόρειο Πόλο και, αντίστοιχα, μια εξάμηνη περίοδος συνεχόμενης νύχτας στο Νότιο Πόλο.
Με βάση το παλαιότερο Ιουλιανό ημερολόγιο, που είχε καθιερώσει ο ρωμαίος αυτοκράτορας Ιούλιος Καίσαρας, η εαρινή ισημερία έφτανε κάθε χρόνο 11 λεπτά νωρίτερα, με αποτέλεσμα το έτος 1500 η ισημερία να έλαβε χώρα στις 11 Μαρτίου. Για να διορθωθεί αυτό το πρόβλημα, μεταξύ άλλων, ο πάπας Γρηγόριος 13oς εισήγαγε το 1582 το λεγόμενο πλέον Γρηγοριανό ημερολόγιο, που είναι ακριβέστερο.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ