Του Γιώργη Αεράκη*
Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί δεν είναι ο απολογισμός της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του Νίκου Ξυλούρη (το έχουν κάνει άλλοι με επιτυχία), αλλά να δώσω την προσωπική μου μαρτυρία για τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα στο Ηράκλειο και να ανασυνθέσω όσο αυτό είναι εφικτό σε ένα άρθρο, το κλίμα μιας εποχής.
Την δεκαετία του ‘60 οι άνθρωποι που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Κρήτης, μην αντέχοντας άλλο τη φτώχεια που είχε καταντήσει ενδημική, άρχισαν να εγκαταλείπουν υπό το κράτος του πανικού τα χωριά τους και συσσωρεύονται στο Ηράκλειο, στην Αθήνα και ορισμένοι από αυτούς να μεταναστεύουν για ξένους τόπους όπως η Γερμανία το Βέλγιο ο Καναδάς και η Αμερική. Όσοι από αυτούς επέλεξαν να κάνουν καταδιά στο Ηράκλειο θα διαπιστώσουν με έκπληξη ότι οι ντόπιοι, οι γηγενείς δηλ. κάτοικοι του Ηρακλείου - το οποίο ήταν τότε μια μικρή επαρχιακή πόλη - διασκέδαζαν με ευρωπαϊκά τραγούδια, βαλς, γιάγκα, τσα-τσα κ.λπ. Σήμερα, πολλά χρόνια αργότερα εκπλήσσομαι που το γεγονός αυτό, δεν έχει αποτελέσει θέμα κοινωνιολογικής μελέτης από το πανεπιστήμιο της Κρήτης. Μα τι λέω τώρα! Σημαντικότερα ζητήματα που αποτελούν ιδιαίτερο γνώρισμα του Νησιού μας όπως η βεντέτα και η ζωοκλοπή, μένουν στα αζήτητα των διδακτορικών διατριβών και θα ασχοληθούμε τώρα με το πώς διασκέδαζαν οι Ηρακλειώτες;
Μετά την ολοσχερή καταστροφή των Ανωγείων από τους Γερμανούς, τον Αύγουστο του 1944, οι κάτοικοι του χωριού θα σκορπίσουν σαν τα παιδιά του λαγού, στο πεδινό Ρέθεμνος και στη πόλη του Ηρακλείου, όπου για μήνες θα στοιβάζονται στο Καμαράκι, στο Ανωγειανό σχολείο όπως λέγεται ακόμη και σήμερα. Ορισμένοι από αυτούς δεν θα επιστρέψουν ποτέ στο χωριό τους, παρά μόνο σαν επισκέπτες σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Θα είναι οι πρώτοι εσωτερικοί μετανάστες της μεταπολεμικής εποχής. Ο Κίμος ο Μανουράς, ένας από αυτούς, θα ανοίξει τη δεκαετία του 50 ένα καφενείο στο Καμαράκι, το οποίο έμελλε να αποτελέσει το στέκι των καλλιτεχνών της κρητικής μουσικής της εποχής στα δεκαπέντε χρόνια περίπου που λειτούργησε. Τις άδειες ώρες τους, που δεν ήταν και λίγες (ας μην ξεχνούμε ότι μεροκάματο γι αυτούς υπήρχε μόνο στην επαρχία, σε κανένα πανηγύρι ή γάμο) τις περνούσαν στο καφενείο συζητώντας και - γιατί να το κρύψουμε άλλωστε - παίζοντας χαρτιά, που είναι ως γνωστόν το αγαπημένο χούι των καλλιτεχνών!
Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 60, η μάνα μου με έπαιρνε και ερχόμαστε για λίγες μέρες στο Ηράκλειο για να δει τον πατέρα και τα αδέλφια της. Όντας ανιψιός του Κίμο, θα τον βοηθώ στο καφενείο και θα έχω την εξαιρετική τιμή να σερβίρω καφέ, τα ριζιμιά χαράκια της κρητικής μουσικής της εποχής: τον Μουντάκη και τον Σκορδαλό, που ήταν και αυτοί πελάτες του καφενείου, μαζί με τους νέους και παγκοσμίως άγνωστους την περίοδο εκείνη ανωγειανούς, Νίκο, Αντώνη και Γιάννη Ξυλούρη (Ψαράκηδες) Γιώργη Καλομοίρη (Γιωργαντό), Βασίλη Σκουλά (Καλαθά), Γιάννη Σταυρακάκη (Πανιά) Μανόλη Μανουρά (Κουρκουτάκη), Στέλιο Αεράκη (Ακάκιο), Νίκο Σταυρακάκη, Νικηφόρο Αεράκη (Πολιό). Από το καφενείο επίσης θα περάσει ο Δερμιτζογιάννης, ο Σηφογιωργάκης, ο Μαρκογιαννάκης, ο Κλάδος, ο Μανιάς, ο Φακουκάκης, ο Κουμιώτης, κ.α. που δυστυχώς δεν θυμάμαι τα ονόματά τους.
Στις συζητήσεις τους, οι καλλιτέχνες θα αναφέρονται με σεβασμό σε ονόματα άγνωστα για μένα. Θα ακούσω για το Φουσταλιέρη, το Λαγό, το Μπαξεβάνη, τον Καρεκλά, τον Καλογρίδη, τον Ροδινό, τον Χαρίλαο, το Ναύτη και άλλους τους οποίους δεν μπορώ να θυμηθώ. Ο καθένας είχε τις προτιμήσεις του και η αντιπαράθεση ήταν σκληρή. Οι ανωγειανοί αντεπιτίθoνταν, προβάλλοντας συνήθως το Στραβό (Μανόλη Πασπαράκη), ο οποίος με πασαδόρους στην αρχή μεν τον Μυρομανόλη (Μανόλη Αεράκη) και στη συνέχεια τον Νεοκλή Σαλούστρο, ήταν τότε στο απόγειο της δόξας του. Στους γάμους πάντα δίπλα του όρθιος ένας από τους γιούς του - συνήθως ο Γιώργης - να του κρατάει το τσιγάρο και να του δίνει πότε-πότε μια ρουφιά. Τα ανωγειανάκια, είχαμε την τύχη να τον δούμε χωρίς μικρόφωνα και πρίζες να τραγουδάει σε γάμους και γλέντια και στα μεγάλα κέφια, όταν αναγνώριζε τον καλό χορευτή από το πάτημα - κανείς στον κόσμο δεν έχει ισχυρότερη ακοή από έναν τυφλό -, να λύνει τα φρένα, να βάζει τη λύρα πάνω από το κεφάλι και να παίζει σαν αλλοπαρμένος. "Γεια σου Μανόλη!" κραύγαζε εκστασιασμένη η παρέα, παροτρύνοντάς τον για ακόμη περισσότερες όρτσες. Πιστέψτε με είναι η πιο ρόκ σκηνή που έχω δει ποτέ μου και έχω δει τους Rolling Stones ζωντανά στο Ρότερνταμ στο γήπεδο της Φέγενορντ!
Στο καφενείο, κάτω από τη φωτογραφία του Βενιζέλου, μια μεγάλη πρόκα και στη πρόκα κρεμασμένο ένα μαντολίνο, πάντα κουρδισμένο. Όταν η πελατεία του καφενείου αραίωνε και δεν έμεναν πια παρά οι καλλιτέχνες και οι φίλοι τους, ο Κίμος ακουμπούσε στο τραπέζι το μπουκάλι με τη ρακί και κάποιος ξεκρεμούσε το μαντολίνο. Αν η παρέα είχε καλά θεμέλια, πράγμα που συνέβαινε συχνά, το καφενείο έκλεινε και η παρέα έπαιρνε τους δρόμους τραγουδώντας. Στις καντάδες αυτές οι ηρακλειώτες θα ανοίξουν τα παράθυρα για να τους ακούσουν και οι πιο μερακλήδες θα βγουν στην πόρτα να τρατάρουν τους τραγουδιστές που τραγουδούν τα πάθη απραγματοποίητων ή θνησιγενών ερώτων, της μοίρας τα άσκημα παιχνίδια και τον θάνατο, τα μεγάλα δηλαδή θέματα της ζωής και όχι ψεφιές. Ο Νίκος Ξυλούρης στη λύρα, ο Μάγκας (Ξυλούρης κι αυτός) στο μαντολίνο και μαζί τους οι: Κίμος, Πόλος (Χαιρέτης), Κουντοβαγγέλης (Κεφαλογιάννης), Μπατζαντώνης (Σμπώκος), νέοι που μόνο η φυσική τους παρουσία σε μάγευε. Οι ανωγειανοί λυράρηδες άλωσαν μουσικά την πόλη του Ηρακλείου χωρίς βία, ή σωστότερα το Ηράκλειο παραδόθηκε στη γοητεία της κρητικής μουσικής. Ο Νίκος Ξυλούρης ξεχώρισε κατά την ταπεινή γνώμη για τους εξής κυρίως λόγους: δύναμη στο δοξάρι, φωνή αρχαγγελική και ωραία φυσική παρουσία.
Στη οδό Χάνδακος, απέναντι από τα τυπογραφεία της εφημερίδας "Μεσόγειος" σε ένα αρκετά μεγάλο υπόγειο, θα βρει διέξοδο η δίψα των κατοίκων του Ηρακλείου για παραδοσιακή διασκέδαση. Ο Κίμος και ο Νταρολευτέρης (Λευτέρης Αεράκης) κουνιάδος και γαμπρός, θα ρισκάρουν ο μεν πρώτος τις οικονομίες του από το καφενείο, ο δε δεύτερος τα έσοδα από την πώληση 100 προβάτων (όλη του η καταδιά 30 χρόνια βοσκός), και θα τολμήσουν να ανοίξουν τον "Ερωτόκριτο", το πρώτο οικογενειακό κέντρο κρητικής μουσικής στο Ηράκλειο. Ο καλλιτέχνης που θα κρατήσει το πρόγραμμα για την πρώτη σεζόν που ήταν το 1967 ήταν ο Νίκος Ξυλούρης με πασαδόρους τον αδελφό του τον Γιάννη, τον Ζαχαρία Φασουλά και τον Στέλιο Αεράκη. Τύχη αγαθή μου επεφύλαξε να είμαι γιος του Νταρολευτέρη και ανιψιός του Κίμο. Κοπέλι, με κοντά παντελόνια ανεβασμένος σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι μπύρας, κρατούσα τα οικονομικά της επιχείρησης και με τα μάτια διάπλατα ανοικτά, ρουφούσα παραστάσεις.
Αυτό που γινόταν κάθε βράδυ στον «Ερωτόκριτο», είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι έχοντες καταγωγή από τα χωριά της Κρήτης, θέλοντας να αναπαραγάγουν στην πόλη τους γνωστούς για αυτούς τρόπους διασκέδασης, θα προσέρχονται συν γυναιξί και τέκνοις για να ακούσουν κρητική μουσική. Στο ρεύμα αυτό θα συμπαρασυρθούν και οι ηρακλειώτες και η κρητική μουσική από ετοιμοθάνατη, θα αναρρώσει, θα βγάλει φτερά και θα γίνει με την πάροδο του χρόνου κύριος τρόπος διασκέδασης. Βέβαια καθώς η κρητική μουσική δεν έχει χορό όπου το αρσενικό μπορεί να ψιθυρίσει μυστικά στο αυτί του αντικειμένου του πόθου του, (η σούστα δεν προσφέρεται και τόσο), οι καλλιτέχνες υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων τις μικρές ώρες να κάνουν ένα διάλειμμα ευρωπαϊκό. Και ήταν μαγικό να ακούς τον Ψαρονίκο να τραγουδάει παίζοντας λύρα, το παθητικό ταγκό "η γυναίκα που ένιωσα...".
Μετά τον Ξυλούρη ο Σκουλάς, ο Καλομοίρης για ολόκληρη σαιζόν, και εμβόλιμα δεκαήμερα με Σκορδαλό, Μουντάκη, Σηφογιωργάκη, Μανιά κ.ά. Το 1971 θα είναι η σειρά του Χαράλαμπου Γαργανουράκη, νέου ανερχόμενου καλλιτέχνη, ο οποίος θα είναι και ο τελευταίος που θα κρατήσει πρόγραμμα στον Ερωτόκριτο. Οι αρχές της εποχής δεν μπορούσαν να ανεχτούν ότι ο αριστερός Νταρολευτέρης θα είχε άποψη για τον τρόπο διασκέδασης των ηρακλειωτών. Θα μας στερήσουν την άδεια λειτουργίας, εξαναγκάζοντας την οικογένειά μας σε μια ακόμα εσωτερική μετανάστευση, για την Αθήνα αυτή τη φορά. Εκεί, άλλοι Ιαβέρηδες θα αναλάβουν το κυνήγι με αποτέλεσμα την απόλυσή του από τη δουλειά με την οποία έβγαζε το ψωμί του και μεγάλωνε τα κοπέλια του. Από το 1969 ο Ξυλούρης έχει φύγει ήδη μόνιμα για την Αθήνα. Θα συνεργαστεί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην αρχή και στη συνέχεια και με άλλους συνθέτες. Ο Ψαρονίκος δεν ανήκει πια στην Κρήτη, αλλά στην Ελλάδα.
Αναλογιζόμενος σήμερα την εποχή "Ερωτόκριτου" σκέφτομαι πόσο τυχερός ήμουν που μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω όλους αυτούς τους μύθους της Κρητικής Μουσικής και πόσο άδικα έκρινα τότε τον πατέρα μου που με ανάγκαζε να είμαι στο μαγαζί για να βοηθάω - οικογενειακή επιχείρηση γαρ - ενώ εγώ θα ήθελα να είμαι με τους φίλους μου στον παλιό Απόλλωνα και να βλέπω ταινίες με πρωταγωνιστή τον Μασίστα! Έστω και καθυστερημένα, Νταρολευτέρη ζητώ συγνώμη και αν θες μου τη δίνεις από κει που είσαι.
Τελειώνοντας θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση σε σχέση με τη διαφορετικότητα της κρητικής μουσικής. Στην Κρήτη με την πάροδο των ετών διαμορφώθηκαν διάφορες μουσικές σχολές. Λόγω κυρίως της απομόνωσης, κάθε χωριό ή έστω κάθε γεωγραφική περιοχή είχε το δικό της χαρακτηριστικό γνώρισμα. Άκουγες έναν καλλιτέχνη να παίζει και πριν τον δεις καταλάβαινες ότι ήταν Χανιώτης, Στειακός, Ρεθεμνιώτης, Καστρινός κ.λπ. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει όλο και λιτότερο και είναι κρίμα. Οι ανωγειανοί καλλιτέχνες με το να διακριθούν, αποτέλεσαν πρότυπα και δυστυχώς άθελά τους βοήθησαν στο να χαθούν ιδιαίτερα παιξίματα από τους καλλιτέχνες άλλων περιοχών που προσπαθούν να τους μιμηθούν. Δεν χρειάζεται μίμηση, όρεξη για δημιουργία χρειάζεται. Οι καλλιτέχνες της κρητικής μουσικής έχουν πολλά να μας δώσουν ακόμα, αρκεί να ανατρέξουν στις δικές τους αναφορές και μνήμες. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται αρκετοί νέοι καλλιτέχνες της κρητικής Μουσικής και από τις τέσσερις γωνιές της Κρήτης και αυτό με κάνει αισιόδοξο για το μέλλον της. Κανείς σκοπός, κανένα κανάκι, κανένα γύρισμα δεν πρέπει να χαθεί. Αυτός είναι ο μουσικός μας πλούτος και πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» του Ηρακλείου.
*Αντιδήμαρχος Ηρακλείου
πηγή www.cretalive.gr Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί δεν είναι ο απολογισμός της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του Νίκου Ξυλούρη (το έχουν κάνει άλλοι με επιτυχία), αλλά να δώσω την προσωπική μου μαρτυρία για τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα στο Ηράκλειο και να ανασυνθέσω όσο αυτό είναι εφικτό σε ένα άρθρο, το κλίμα μιας εποχής.
Την δεκαετία του ‘60 οι άνθρωποι που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Κρήτης, μην αντέχοντας άλλο τη φτώχεια που είχε καταντήσει ενδημική, άρχισαν να εγκαταλείπουν υπό το κράτος του πανικού τα χωριά τους και συσσωρεύονται στο Ηράκλειο, στην Αθήνα και ορισμένοι από αυτούς να μεταναστεύουν για ξένους τόπους όπως η Γερμανία το Βέλγιο ο Καναδάς και η Αμερική. Όσοι από αυτούς επέλεξαν να κάνουν καταδιά στο Ηράκλειο θα διαπιστώσουν με έκπληξη ότι οι ντόπιοι, οι γηγενείς δηλ. κάτοικοι του Ηρακλείου - το οποίο ήταν τότε μια μικρή επαρχιακή πόλη - διασκέδαζαν με ευρωπαϊκά τραγούδια, βαλς, γιάγκα, τσα-τσα κ.λπ. Σήμερα, πολλά χρόνια αργότερα εκπλήσσομαι που το γεγονός αυτό, δεν έχει αποτελέσει θέμα κοινωνιολογικής μελέτης από το πανεπιστήμιο της Κρήτης. Μα τι λέω τώρα! Σημαντικότερα ζητήματα που αποτελούν ιδιαίτερο γνώρισμα του Νησιού μας όπως η βεντέτα και η ζωοκλοπή, μένουν στα αζήτητα των διδακτορικών διατριβών και θα ασχοληθούμε τώρα με το πώς διασκέδαζαν οι Ηρακλειώτες;
Μετά την ολοσχερή καταστροφή των Ανωγείων από τους Γερμανούς, τον Αύγουστο του 1944, οι κάτοικοι του χωριού θα σκορπίσουν σαν τα παιδιά του λαγού, στο πεδινό Ρέθεμνος και στη πόλη του Ηρακλείου, όπου για μήνες θα στοιβάζονται στο Καμαράκι, στο Ανωγειανό σχολείο όπως λέγεται ακόμη και σήμερα. Ορισμένοι από αυτούς δεν θα επιστρέψουν ποτέ στο χωριό τους, παρά μόνο σαν επισκέπτες σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Θα είναι οι πρώτοι εσωτερικοί μετανάστες της μεταπολεμικής εποχής. Ο Κίμος ο Μανουράς, ένας από αυτούς, θα ανοίξει τη δεκαετία του 50 ένα καφενείο στο Καμαράκι, το οποίο έμελλε να αποτελέσει το στέκι των καλλιτεχνών της κρητικής μουσικής της εποχής στα δεκαπέντε χρόνια περίπου που λειτούργησε. Τις άδειες ώρες τους, που δεν ήταν και λίγες (ας μην ξεχνούμε ότι μεροκάματο γι αυτούς υπήρχε μόνο στην επαρχία, σε κανένα πανηγύρι ή γάμο) τις περνούσαν στο καφενείο συζητώντας και - γιατί να το κρύψουμε άλλωστε - παίζοντας χαρτιά, που είναι ως γνωστόν το αγαπημένο χούι των καλλιτεχνών!
Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 60, η μάνα μου με έπαιρνε και ερχόμαστε για λίγες μέρες στο Ηράκλειο για να δει τον πατέρα και τα αδέλφια της. Όντας ανιψιός του Κίμο, θα τον βοηθώ στο καφενείο και θα έχω την εξαιρετική τιμή να σερβίρω καφέ, τα ριζιμιά χαράκια της κρητικής μουσικής της εποχής: τον Μουντάκη και τον Σκορδαλό, που ήταν και αυτοί πελάτες του καφενείου, μαζί με τους νέους και παγκοσμίως άγνωστους την περίοδο εκείνη ανωγειανούς, Νίκο, Αντώνη και Γιάννη Ξυλούρη (Ψαράκηδες) Γιώργη Καλομοίρη (Γιωργαντό), Βασίλη Σκουλά (Καλαθά), Γιάννη Σταυρακάκη (Πανιά) Μανόλη Μανουρά (Κουρκουτάκη), Στέλιο Αεράκη (Ακάκιο), Νίκο Σταυρακάκη, Νικηφόρο Αεράκη (Πολιό). Από το καφενείο επίσης θα περάσει ο Δερμιτζογιάννης, ο Σηφογιωργάκης, ο Μαρκογιαννάκης, ο Κλάδος, ο Μανιάς, ο Φακουκάκης, ο Κουμιώτης, κ.α. που δυστυχώς δεν θυμάμαι τα ονόματά τους.
Στις συζητήσεις τους, οι καλλιτέχνες θα αναφέρονται με σεβασμό σε ονόματα άγνωστα για μένα. Θα ακούσω για το Φουσταλιέρη, το Λαγό, το Μπαξεβάνη, τον Καρεκλά, τον Καλογρίδη, τον Ροδινό, τον Χαρίλαο, το Ναύτη και άλλους τους οποίους δεν μπορώ να θυμηθώ. Ο καθένας είχε τις προτιμήσεις του και η αντιπαράθεση ήταν σκληρή. Οι ανωγειανοί αντεπιτίθoνταν, προβάλλοντας συνήθως το Στραβό (Μανόλη Πασπαράκη), ο οποίος με πασαδόρους στην αρχή μεν τον Μυρομανόλη (Μανόλη Αεράκη) και στη συνέχεια τον Νεοκλή Σαλούστρο, ήταν τότε στο απόγειο της δόξας του. Στους γάμους πάντα δίπλα του όρθιος ένας από τους γιούς του - συνήθως ο Γιώργης - να του κρατάει το τσιγάρο και να του δίνει πότε-πότε μια ρουφιά. Τα ανωγειανάκια, είχαμε την τύχη να τον δούμε χωρίς μικρόφωνα και πρίζες να τραγουδάει σε γάμους και γλέντια και στα μεγάλα κέφια, όταν αναγνώριζε τον καλό χορευτή από το πάτημα - κανείς στον κόσμο δεν έχει ισχυρότερη ακοή από έναν τυφλό -, να λύνει τα φρένα, να βάζει τη λύρα πάνω από το κεφάλι και να παίζει σαν αλλοπαρμένος. "Γεια σου Μανόλη!" κραύγαζε εκστασιασμένη η παρέα, παροτρύνοντάς τον για ακόμη περισσότερες όρτσες. Πιστέψτε με είναι η πιο ρόκ σκηνή που έχω δει ποτέ μου και έχω δει τους Rolling Stones ζωντανά στο Ρότερνταμ στο γήπεδο της Φέγενορντ!
Στο καφενείο, κάτω από τη φωτογραφία του Βενιζέλου, μια μεγάλη πρόκα και στη πρόκα κρεμασμένο ένα μαντολίνο, πάντα κουρδισμένο. Όταν η πελατεία του καφενείου αραίωνε και δεν έμεναν πια παρά οι καλλιτέχνες και οι φίλοι τους, ο Κίμος ακουμπούσε στο τραπέζι το μπουκάλι με τη ρακί και κάποιος ξεκρεμούσε το μαντολίνο. Αν η παρέα είχε καλά θεμέλια, πράγμα που συνέβαινε συχνά, το καφενείο έκλεινε και η παρέα έπαιρνε τους δρόμους τραγουδώντας. Στις καντάδες αυτές οι ηρακλειώτες θα ανοίξουν τα παράθυρα για να τους ακούσουν και οι πιο μερακλήδες θα βγουν στην πόρτα να τρατάρουν τους τραγουδιστές που τραγουδούν τα πάθη απραγματοποίητων ή θνησιγενών ερώτων, της μοίρας τα άσκημα παιχνίδια και τον θάνατο, τα μεγάλα δηλαδή θέματα της ζωής και όχι ψεφιές. Ο Νίκος Ξυλούρης στη λύρα, ο Μάγκας (Ξυλούρης κι αυτός) στο μαντολίνο και μαζί τους οι: Κίμος, Πόλος (Χαιρέτης), Κουντοβαγγέλης (Κεφαλογιάννης), Μπατζαντώνης (Σμπώκος), νέοι που μόνο η φυσική τους παρουσία σε μάγευε. Οι ανωγειανοί λυράρηδες άλωσαν μουσικά την πόλη του Ηρακλείου χωρίς βία, ή σωστότερα το Ηράκλειο παραδόθηκε στη γοητεία της κρητικής μουσικής. Ο Νίκος Ξυλούρης ξεχώρισε κατά την ταπεινή γνώμη για τους εξής κυρίως λόγους: δύναμη στο δοξάρι, φωνή αρχαγγελική και ωραία φυσική παρουσία.
Στη οδό Χάνδακος, απέναντι από τα τυπογραφεία της εφημερίδας "Μεσόγειος" σε ένα αρκετά μεγάλο υπόγειο, θα βρει διέξοδο η δίψα των κατοίκων του Ηρακλείου για παραδοσιακή διασκέδαση. Ο Κίμος και ο Νταρολευτέρης (Λευτέρης Αεράκης) κουνιάδος και γαμπρός, θα ρισκάρουν ο μεν πρώτος τις οικονομίες του από το καφενείο, ο δε δεύτερος τα έσοδα από την πώληση 100 προβάτων (όλη του η καταδιά 30 χρόνια βοσκός), και θα τολμήσουν να ανοίξουν τον "Ερωτόκριτο", το πρώτο οικογενειακό κέντρο κρητικής μουσικής στο Ηράκλειο. Ο καλλιτέχνης που θα κρατήσει το πρόγραμμα για την πρώτη σεζόν που ήταν το 1967 ήταν ο Νίκος Ξυλούρης με πασαδόρους τον αδελφό του τον Γιάννη, τον Ζαχαρία Φασουλά και τον Στέλιο Αεράκη. Τύχη αγαθή μου επεφύλαξε να είμαι γιος του Νταρολευτέρη και ανιψιός του Κίμο. Κοπέλι, με κοντά παντελόνια ανεβασμένος σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι μπύρας, κρατούσα τα οικονομικά της επιχείρησης και με τα μάτια διάπλατα ανοικτά, ρουφούσα παραστάσεις.
Αυτό που γινόταν κάθε βράδυ στον «Ερωτόκριτο», είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι έχοντες καταγωγή από τα χωριά της Κρήτης, θέλοντας να αναπαραγάγουν στην πόλη τους γνωστούς για αυτούς τρόπους διασκέδασης, θα προσέρχονται συν γυναιξί και τέκνοις για να ακούσουν κρητική μουσική. Στο ρεύμα αυτό θα συμπαρασυρθούν και οι ηρακλειώτες και η κρητική μουσική από ετοιμοθάνατη, θα αναρρώσει, θα βγάλει φτερά και θα γίνει με την πάροδο του χρόνου κύριος τρόπος διασκέδασης. Βέβαια καθώς η κρητική μουσική δεν έχει χορό όπου το αρσενικό μπορεί να ψιθυρίσει μυστικά στο αυτί του αντικειμένου του πόθου του, (η σούστα δεν προσφέρεται και τόσο), οι καλλιτέχνες υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων τις μικρές ώρες να κάνουν ένα διάλειμμα ευρωπαϊκό. Και ήταν μαγικό να ακούς τον Ψαρονίκο να τραγουδάει παίζοντας λύρα, το παθητικό ταγκό "η γυναίκα που ένιωσα...".
Μετά τον Ξυλούρη ο Σκουλάς, ο Καλομοίρης για ολόκληρη σαιζόν, και εμβόλιμα δεκαήμερα με Σκορδαλό, Μουντάκη, Σηφογιωργάκη, Μανιά κ.ά. Το 1971 θα είναι η σειρά του Χαράλαμπου Γαργανουράκη, νέου ανερχόμενου καλλιτέχνη, ο οποίος θα είναι και ο τελευταίος που θα κρατήσει πρόγραμμα στον Ερωτόκριτο. Οι αρχές της εποχής δεν μπορούσαν να ανεχτούν ότι ο αριστερός Νταρολευτέρης θα είχε άποψη για τον τρόπο διασκέδασης των ηρακλειωτών. Θα μας στερήσουν την άδεια λειτουργίας, εξαναγκάζοντας την οικογένειά μας σε μια ακόμα εσωτερική μετανάστευση, για την Αθήνα αυτή τη φορά. Εκεί, άλλοι Ιαβέρηδες θα αναλάβουν το κυνήγι με αποτέλεσμα την απόλυσή του από τη δουλειά με την οποία έβγαζε το ψωμί του και μεγάλωνε τα κοπέλια του. Από το 1969 ο Ξυλούρης έχει φύγει ήδη μόνιμα για την Αθήνα. Θα συνεργαστεί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην αρχή και στη συνέχεια και με άλλους συνθέτες. Ο Ψαρονίκος δεν ανήκει πια στην Κρήτη, αλλά στην Ελλάδα.
Αναλογιζόμενος σήμερα την εποχή "Ερωτόκριτου" σκέφτομαι πόσο τυχερός ήμουν που μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω όλους αυτούς τους μύθους της Κρητικής Μουσικής και πόσο άδικα έκρινα τότε τον πατέρα μου που με ανάγκαζε να είμαι στο μαγαζί για να βοηθάω - οικογενειακή επιχείρηση γαρ - ενώ εγώ θα ήθελα να είμαι με τους φίλους μου στον παλιό Απόλλωνα και να βλέπω ταινίες με πρωταγωνιστή τον Μασίστα! Έστω και καθυστερημένα, Νταρολευτέρη ζητώ συγνώμη και αν θες μου τη δίνεις από κει που είσαι.
Τελειώνοντας θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση σε σχέση με τη διαφορετικότητα της κρητικής μουσικής. Στην Κρήτη με την πάροδο των ετών διαμορφώθηκαν διάφορες μουσικές σχολές. Λόγω κυρίως της απομόνωσης, κάθε χωριό ή έστω κάθε γεωγραφική περιοχή είχε το δικό της χαρακτηριστικό γνώρισμα. Άκουγες έναν καλλιτέχνη να παίζει και πριν τον δεις καταλάβαινες ότι ήταν Χανιώτης, Στειακός, Ρεθεμνιώτης, Καστρινός κ.λπ. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει όλο και λιτότερο και είναι κρίμα. Οι ανωγειανοί καλλιτέχνες με το να διακριθούν, αποτέλεσαν πρότυπα και δυστυχώς άθελά τους βοήθησαν στο να χαθούν ιδιαίτερα παιξίματα από τους καλλιτέχνες άλλων περιοχών που προσπαθούν να τους μιμηθούν. Δεν χρειάζεται μίμηση, όρεξη για δημιουργία χρειάζεται. Οι καλλιτέχνες της κρητικής μουσικής έχουν πολλά να μας δώσουν ακόμα, αρκεί να ανατρέξουν στις δικές τους αναφορές και μνήμες. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται αρκετοί νέοι καλλιτέχνες της κρητικής Μουσικής και από τις τέσσερις γωνιές της Κρήτης και αυτό με κάνει αισιόδοξο για το μέλλον της. Κανείς σκοπός, κανένα κανάκι, κανένα γύρισμα δεν πρέπει να χαθεί. Αυτός είναι ο μουσικός μας πλούτος και πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» του Ηρακλείου.
*Αντιδήμαρχος Ηρακλείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου